-
1 καταβρίθω
A to be heavily laden, weighed down by a thing,ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op. 234
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146
.II trans., weigh down, outweigh, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβρίθω
См. также в других словарях:
καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek